Λίγο πριν τον ερχομό του βαρύ χειμώνα, με τη φύση να έχει ακόμη τα φθινοπωρινά της χρώματα, ξεκινήσαμε το οδοιπορικό μας από τη βόρεια έξοδο της Καλαμπάκας για να εξερευνήσουμε την περιοχή του Ασπροποτάμου και των όμορφων χωριών που είναι διάσπαρτα μέσα σε μια ονειρεμένη φύση. Πέτρα, ξύλο, δάση, νερά τρεχούμενα συνθέτουν ένα παρθένο τοπίο, που περιμένει τους ταξιδιώτες για να του αποκαλύψει τις ομορφιές του, κάθε εποχή του χρόνου...
Όταν το φθινόπωρο είναι στο ζενίθ του τα χρώματα των φυλλωμάτων των δέντρων παίρνουν κυριολεκτικά φωτιά, ζωγραφίζοντας έναν πίνακα όπως μόνο η Ελληνική φύση ξέρει να δημιουργεί. Δυστυχώς, όμως, το μοναδικό αυτό τοπίο θάμπωνε η αίσθηση της εγκατάλειψης που σε μερικά σημεία είναι ολοφάνερη. Πολλά από αυτά τα χωριά τους χειμερινούς μήνες ερημώνουν και οι μόνιμοι κάτοικοί τους μετρώνται πολλές φορές στα δάχτυλα του ενός χεριού. Κάποια άλλα είναι πιο τυχερά, αφού φιλοξενούν κάποιους παραδοσιακούς ξενώνες στην «αυλή» τους και έτσι εξασφαλίζεται μια σχετική τουριστική κίνηση το χειμώνα, όταν το επιτρέπουν βέβαια οι καιρικές συνθήκες.
Πρώτο σημαντικό χωριό που συναντάμε είναι η Καστανιά. Είναι ένα πολύ γραφικό χωριό, με περιποιημένες κατοικίες με τις χαρακτηριστικές κόκκινες κεραμοσκεπές. Απέχει 33,5 χλμ. από την Καλαμπάκα σε υψόμετρο 800 μέτρα περίπου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας λειτουργούσε στο χωριό Ελληνική σχολή. Από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του χωριού είναι ο πέτρινος νερόμυλος και ο καταρράκτης στο Καστανιώτικο ρέμα.
Επόμενο χωριό που συναντάμε είναι ο Αμάρανθος, που τα σπίτια του είναι κτισμένα διάσπαρτα πάνω σε καταπράσινους λόφους, σε υψόμετρο γύρω στα 900 μέτρα. Ο οικισμός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν Βενδίστα και ήταν η πατρίδα γνωστών κλεφτών και αρματολών, όπως των Γιαννουσοτακαίων. Συνεχίζοντας για την καρδιά του Ασπροποτάμου φθάνουμε στη θέση Τρία Ποτάμια, η οποία όπως το λέει και η λέξη, ορίζει τη συμβολή τριών ποταμών. Η διαδρομή περνάει ανάμεσα από απέραντα δάση από έλατα και οξιές, που αρκετές φορές δίνουν την εντύπωση πράσινων τειχών που κρύβουν τον ουρανό. Οι πανύψηλες βουνοκορφές της Νότιας Πίνδου περιβάλλουν ένα τοπίο που είναι γεμάτο από ορεινά λιβάδια, μικρά και μεγάλα φαράγγια, καταρράκτες, τοξωτά γεφύρια και σπάνια χλωρίδα και πανίδα.
Σ' αυτό το καλλιτέχνημα της φύσης συντελεί φυσικά και ο Αχελώος ποταμός ή Ασπροπόταμος για τους ντόπιους. Έχοντας πάρει νότια κατεύθυνση, περνώντας το χωριό Μηλιά, φθάνουμε στο χωριό της Αγίας Παρασκευής. Είναι μια πραγματική αετοφωλιά, ένα χωριό με ασυναγώνιστη γραφικότητα. Την πλατεία του είναι σίγουρο ότι θα την κατατάξετε σε μια από τις ωραιότερες των ορεινών χωριών ολόκληρης της Πίνδου. Τα περισσότερα σπίτια είναι αμφιθεατρικά κτισμένα πάνω από αυτή, στην πλαγιά ενός καταπράσινου βουνού. Πραγματικό μπαλκόνι με θέα, γεμίζει τους πνεύμονες με οξυγόνο και εμπλουτίζει τη διάθεση των ταξιδιωτών με θετική ενέργεια.
Το ωραιότερο αξιοθέατο είναι η πετρόχτιστη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που έδωσε και το όνομά της στο χωριό. Οι καλές αναφορές δυστυχώς σταματάνε εδώ, αφού το χωριό ήδη από τα μέσα του φθινοπώρου είναι σχεδόν ακατοίκητο και οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι το χειμώνα το εγκαταλείπουν οριστικά.
Αφήνοντας τον κεντρικό δρόμο και στρίβοντας δεξιά, κατευθυνόμαστε στο Γαρδίκι που είναι το ιστορικό μεγαλοχώρι της περιοχής του Ασπροποτάμου. Το συναντάμε να είναι κτισμένο στις πλαγιές του βουνού Κουρούνα σε υψόμετρο 1.150 περίπου μέτρων. Παλαιότερα ήταν πρωτεύουσα του Δήμου Αθαμάνων. Η παλαιά πρωτεύουσα βρισκόταν κτισμένη λίγο ψηλότερα από το συνοικισμό του Παλαιοχωρίου Γαρδικίου. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στην επιφάνεια αρχαία νομίσματα που αναγράφουν επάνω τους τη λέξη «Αθαμάνων», που πιθανώς οφειλόταν στον πρώτο βασιλιά της Αθαμανίας τον Αθάμα. Είναι το μεγαλύτερο χωριό του Ασπροποτάμου και εντυπωσιάζει με την ομορφιά του, από την πρώτη στροφή του δρόμου που φαίνεται. Σήμα κατατεθέν του είναι τα πέτρινα αρχοντικά του, που ξεχωρίζουν με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική τους. Σήμερα αριθμεί περίπου 850 σπίτια, ενώ το καλοκαίρι γνωρίζει ημέρες δόξας, αφού ο πληθυσμός του ξεπερνάει τους 8.000 κατοίκους και πολλαπλασιάζεται τον Δεκαπενταύγουστο όταν λαμβάνει χώρα το πανηγύρι της Παναγίας.
Από τα σημαντικότερα αξιοθέατά του είναι η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, το σπήλαιο Γκούβα Αλ Πουλιού, οι άφθονες πηγές και βρύσες, καθώς και η χαράδρα του Γαρδικίου με την άγρια ομορφιά.
Ο δρόμος καταλήγει σε ένα ξεχωριστό χωριό, την Αθαμανιά. Πολλές από τις γωνιές του άνετα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν μικροί πίνακες ζωγραφικής, όπως ο παλαιός νερόμυλος στο ρέμα της Κακαρδίτσας, τα πέτρινα αρχοντικά, το μικρό καλντερίμι που οδηγεί από την γραφικότατη πλατεία του στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, το παλαιό σχολείο και οι πετρόχτιστες βρύσες. Είναι κτισμένη σε υψόμετρο 940 μέτρων και τους καλοκαιρινούς μήνες συγκεντρώνει ένα μικρό πληθυσμό γύρω στους 800 κατοίκους. Στην Αθαμανιά, λειτουργεί ιχθυοτροφική μονάδα πέστροφας, που τροφοδοτείται από τα νερά των πηγών του Αχελώου, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για την παραγωγή νοστιμότατων ψαριών.
Επιστρέφοντας πίσω και μπαίνοντας πάλι στον κεντρικό δρόμο, το σημαντικότερο χωριό που συναντάμε είναι η Δέση. Κτισμένη σε ένα καταπράσινο περιβάλλον σε υψόμετρο 1.050 μέτρων, ξεχωρίζει από μακριά, χάρη στα παραδοσιακά της σπίτια που χαρακτηριστικά δείγματα τοπικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, με προεξέχοντα τα σπίτια των Κουτούζα με τις πολεμίστρες, του Δίακου και το Πατρικέικο που έχει κτισθεί το 1620. Αφήνοντας την Δέση και σε κοντινή απόσταση κατευθυνόμενοι προς την Πύρρα, στο αριστερό μας χέρι, ξεκινάει ένας χωματόδρομος που μας φέρνει στο όρος Καπ Γκρας, που σημαίνει "μεγάλο κεφάλι" στα Βλάχικα. Η διαδρομή καλό είναι να γίνει με ένα όχημα 4x4 αφού η διαδρομή είναι δύσκολη και τα μονοπάτια σχετικά δύσβατα. Η πρόσβαση φθάνει μέχρι τα 1.400 μέτρα και από εκεί αρχίζει η πεζοπορία στα αλπικά λιβάδια και δάση. Το τοπίο είναι εντυπωσιακό και απογειώνει τις αισθήσεις, όταν ξεπροβάλουν στο οπτικό μας πεδίο οι άγνωστοι, στον πολύ κόσμο, καταρράκτες της Λέγγως και της Κρεμάσης, με το νερό να πέφτει εντελώς φυσικά από υψόμετρο 120 μέτρων. Θεωρούνται οι μεγαλύτεροι σ' όλη την Πίνδο και οι δροσοσταλίδες που κατακλύζουν την γύρω περιοχή, δρουν ευεργετικά στον ψυχισμό των επισκεπτών.
Επιστρέφοντας στον κεντρικό δρόμο συναντάμε άλλο ένα όμορφο χωριό, την Πύρρα που είναι κτισμένη σε υψόμετρο 1.050 μέτρων. Η ονομασία του χωριού προέρχεται από τον βασιλιά Πύρρο και η φυσική ομορφιά του τοπίου είναι ανεξάντλητη. Διασχίζεται από τον Καμναΐτικο ποταμό, που τον συντροφεύουν πολλοί χείμαρροι, πηγές και βρύσες. Το σημαντικότερο αξιοθέατό του είναι το σπήλαιο στην περιοχή Καζάνια με τον υπόγειο καταρράκτη του, η Καμάρα, το παλιό πέτρινο γεφύρι και το μοναστήρι του Αγ. Μοδέστου. Στο χωριό υπάρχουν μερικοί πολύ καλοί παραδοσιακοί ξενώνες, διακοσμημένοι με λεπτό γούστο.
Επόμενο χωριό που συναντάμε είναι το Νεραϊδοχώρι, όπου γίνεται σιγά - σιγά φανερή η αλλαγή του σκηνικού, όσον αφορά την εγκατάλειψη. Συναντάμε όμορφους ξενώνες, ταβέρνες και η ύπαρξη ζωής είναι ολοφάνερη.
Από το Νεραϊδοχώρι ξεκινάει χωματόδρομος που οδηγεί στο βάθος της κοιλάδας, διασχίζοντας παρθένα δάση. Η κοιλάδα είναι καταφύγιο για τα άγρια ζώα της περιοχής και σε κάποια σημεία συναντήσαμε στο χώμα ίχνη από πατημασιές αρκούδας. Από εδώ, επόμενοι σταθμοί είναι το Περτούλι και η Ελάτη, που αλλάζουν το τοπίο και πλημμυρίζουν από κόσμο όλες τις εποχές.
Κείμενο - Φωτό: © Βαγγέλης Κορρός
Λίγα λόγια για τον φωτογράφο: Ο Βαγγέλης Κορρός ασχολείται επαγγελματικά με τη ταξιδιωτική φωτογραφία εδώ και 10 χρόνια. Με ιδιαίτερη οπτική γωνία και ρομαντική διάθεση, αποτυπώνει τους προορισμούς που επισκέπτεται με γλαφυρότητα και λεπτομέρεια. Έχει ταξιδέψει ανά την Ευρώπη, την Ασία και την Βόρειο Αφρική, ενώ γνωρίζει την Ελλάδα απ' άκρη σ' άκρη. Διαθέτει ένα ανεξάντλητο φωτογραφικό αρχείο, ενώ έχει δημοσιεύσει άρθρα και φωτογραφίες του σε έγκριτα ταξιδιωτικά περιοδικά (Γεωτρόπιο, COSMOS Travel, ΤΑ ΝΕΑ, Αποδράσεις, Icons, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ/ Ταξίδια) και εφημερίδες των ελληνικών ΜΜΕ. Για να προμηθευτείτε φωτογραφικό υλικό μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί του στο τηλ. 6942849064.
Διαβάστε περισσότερα για το φωτογραφικό αρχείο του Βαγγέλη Κορρού πατώντας εδώ